- λάγνου
- λάγνηςmasc gen sgλάγνοςlecherousmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριόρχης — ὁ, Α 1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά 2. ονομασία αρπακτικού πτηνού 3. ονομασία τού φυτού κενταυρίς* 4. ονομασία τού φυτού σεραπιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. ἔν ορχης). Κατ… … Dictionary of Greek